-
1 παροξυντικος
31) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий(εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.)
2) раздражающий Isocr.3) легко возбуждающийся, чуткий(τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.)
См. также в других словарях:
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek